-
1 Πάν
AΠάονι IG5(2).556
(Melpea, vi B. C.)), ὁ, Pan,Πᾶνα δέ μιν καλέεσκον, ὅτι φρένα πᾶσιν ἔτερψεν h.Hom. 19.47
, cf. 5, Hdt.2.145, 6.105, etc.;ὦ Πὰν Ἀρκαδίας μεδέων Pi.Fr.95
, cf. Theoc.1.123, etc.;Π. κεροβάτας Ar.Ra. 230
(lyr.): pl. , Theoc.4.63, D.S. 1.88; dat. pl.Πᾶσιν Id.5.28
; Πανὸς γόνος, σπέρμα, in magic, PMag.Par.1.2306, 2996; Πανὸς κέρατα, = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140. -
2 κεροβάτης
A horn-footed, hoofed,κεροβάτας Πάν Ar.Ra. 230
(lyr.): acc. to some Gramm., he that goes with horns, i.e. the horned god; acc. to Sch., he that walks the mountain-peaks (cf. κέρας v.6).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεροβάτης
См. также в других словарях:
κεροβάτης — (και κεραβάτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών 3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που … Dictionary of Greek